- ενενηκονταπλάσιος
- -ο (Α ἐνενηκονταπλάσιος, -ον)ενενήντα φορές μεγαλύτερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνενηκονταπλάσιον — ἐνενηκονταπλάσιος ninety times as large masc/fem acc sg ἐνενηκονταπλάσιος ninety times as large neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek